[...] Μια φορά κι έναν καιρό (πριν από έναν μόλις μήνα δηλαδή, που όμως φάνταζε σαν αιωνιότητα), αυτοί οι δύο άνθρωποι συγχρονίζονταν κάθε μέρα. Πρέπει να ήταν πέρσι τέτοια εποχή περίπου που μπήκαν για πρώτη φορά μαζί σε αυτό το ασανσέρ. Ούτε φατσικά δεν γνωρίζονταν, αλλά συνέβη κάτι εντελώς παράδοξο: Κοιτάχτηκαν και ξαφνικά φιλήθηκαν. Όχι με τόσο πάθος εκείνη τη μέρα – ένα μικρό, πεταχτό, στιγμιαίο, αναγνωριστικό φιλάκι μόνο. Τι άλλο να προλάβαιναν, άλλωστε, ανάμεσα σε δύο ορόφους; θα αναρωτιόταν
κανείς. Ύστερα άνοιξαν την πόρτα, βγήκαν και συνέχισαν κανονικά τις ζωές τους.
Κάθε φορά όμως που έμπαιναν μαζί σε αυτό το ασανσέρ, γινόταν το ίδιο. Για την ακρίβεια, όχι εντελώς το ίδιο, το φιλί εξελισσόταν μέρα με τη μέρα. Στην αρχή πιο παρατεταμένα, μετά λίγη γλώσσα, ύστερα πολλή γλώσσα, σφίξιμο, σάλια, αγκαλιές κ.λπ. Κι όλα αυτά χωρίς να έχουν ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα, δεν ήξεραν καν ο ένας το όνομα και τη χροιά της φωνής του άλλου. Ήξεραν όμως πολύ καλά την αίσθηση των χειλιών, τη δύναμη της γλώσσας, τον ρυθμό της ανάσας, το σφίξιμο των δαχτύλων στο πρόσωπό τους. Με λίγα λόγια, όλα όσα σε κάνουν να γνωρίζεις έναν άνθρωπο σε βάθος.