Όταν η Ιπέκ επισκέπτεται τον πατέρα της για ένα τριήμερο, ξέρει ότι θα την περιμένει μες στο αυτοκίνητο, στην πλατεία μπροστά από το σταθμό, όχι στην αποβάθρα του τρένου. Φτάνοντας στο πατρικό της, κάθεται στο παλιό παιδικό της δωμάτιο και τον ακούει να στριφογυρίζει στον κήπο ή στο σπίτι κι άλλοτε να βράζει τσάι. Χρόνο με το χρόνο, η οικειότητα που συνέδεε κάποτε το παιδί με τον πατέρα στέρευε όλο και πιο πολύ· μαζί με την οικειότητα χάθηκε και η κοινή τους γλώσσα. Η Ιπέκ είναι δημοσιογράφος, έμαθε να διατυπώνει ερωτήσεις· ωστόσο, νιώθει ανήμπορη απέναντι στη σιωπή που κυριαρχεί ανάμεσα στην ίδια και στον πατέρα της.
Η Ντιλέκ Γκινγκιόρ περιγράφει τη δύσκολη επαναπροσέγγιση μιας κόρης με τον πατέρα της, ο οποίος έφυγε τη δεκαετία του ’70 από την Τουρκία για να έρθει ως μετανάστης στη Γερμανία. Αφηγείται την απόπειρα να ξεπεραστεί η βουβαμάρα με νεύματα και χειρονομίες στην κουζίνα, με το να κάθονται μαζί αμήχανοι και σιωπηλοί στο τραπέζι ή στον κήπο. Ένα ιδιαίτερα συγκινητικό μυθιστόρημα για μια σχέση πατέρα-κόρης, που συνάμα σφύζει από χιούμορ.
Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Goethe Institut