Είναι είκοσι χρονών, ή τριάντα, ή λίγο παραπάνω, το 1934, και λίγο μετά. Ονομάζονται δεσποινίς Χάας. Είναι βιβλιοθηκάριος, θυρωρός, μαγείρισσα, κομμώτρια, μοδίστρα, φρεζαδόρα, νοσοκόμα, συγγραφίνα, υπηρέτρια, δασκάλα, δημοσιογράφος, παραδουλεύτρα, επόπτρια, μεταλλεργάτρια, βιβλιοπώλισσα, πιανίστρια, φυσικός, στημονίστρια, μαία, πωλήτρια... Δουλεύουν. Σχεδόν όλες με τα χέρια τους – χέρια μαμής, χέρια εργάτριας, χέρια πιανίστριας. Είναι βοηθοί, αναπληρώτριες, εποχικές, δεσποινίδες. Ονειρεύονται. Ζουν, μέσα στη χαρά και μέσα στον πόνο, μια ιστορία γεμάτη κρότο και τρόμο. Είναι αόρατες. Τα βιβλία ιστορίας τις έχουν αγνοήσει. Τις έχουν λησμονήσει. Ή, μάλλον, τις έχουν παραλείψει.
Η Μισέλ Ωντέν αναζήτησε τα ίχνη τους και κατόρθωσε να ανασυνθέσει μερικές ώρες από τη ζωή τους. Τα στιγμιότυπα αυτά συγκροτούν μία αφήγηση και μιλούν για το παρόν τους, την ιστορία τη δική τους, τη δική μου, τη δική μας.